λιθόκολλα

λιθόκολλα
λιθόκολλα
cement
fem nom/voc sg
λιθόκολλος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιθοκόλλα — λιθοκόλλᾱ , λιθόκολλα cement fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόκολλα — η (Α λιθόκολλα) νεοελλ. ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων αρχ. μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων …   Dictionary of Greek

  • λιθοκόλλης — λιθόκολλα cement fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POCULUMGemmatum — crebro occurrit apud Veteres. Nempe pocula aurea maxime olim gemmis insigniebantur, hinc Λιθόκολλα et λνθοκόλλητα dicta. Menander. Κρυςοῦν ἐπόριςθς, ἔιθε λιθοκόλλητον ἦν, Καλὸν γὰρ ἧν. Item διάλιθα, Latine Gemmata potula; a quibus Gemmea probe… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… …   Dictionary of Greek

  • litocola — (del gr. «lithokólla») f. Cemento hecho con polvos de mármol, pez y claras de huevo, empleado para pegar las *piedras. * * * litocola. (Del gr. λιθοκόλλα). f. Pasta que se hacía con polvos de mármol, pez y claras de huevo, y se usaba para pegar… …   Enciclopedia Universal

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • litocola — (Del gr. λιθοκόλλα). f. Pasta que se hacía con polvos de mármol, pez y claras de huevo, y se usaba para pegar las piedras …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”